- εγκρυψις
- ἔγκρυψιςἔγ-κρυψις-εως ἥ запрятывание, закрывание
(ἥ ἔ. σώζει τὸ πῦρ Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἥ ἔ. σώζει τὸ πῦρ Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
έγκρυψις — ἔγκρυψις, η (Α) διατήρηση ενός αντικειμένου μέσα σε κρύπτη, το παράχωμα … Dictionary of Greek
ἔγκρυψις — banking up fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκρύψεις — ἔγκρυψις banking up fem nom/voc pl (attic epic) ἔγκρυψις banking up fem nom/acc pl (attic) ἐγκρύπτω hide aor subj act 2nd sg (epic) ἐγκρύπτω hide fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)